ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ

τοπικά στ΄: Γλώσσα και Γνώση

Τo 7ο εργαστήριο των τοπικών που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Νοέμβριο 1995 είχε ως γενικό θέμα συζήτησης τα ποικίλα σημεία όπου τέμνονται τα θέματα ‘Γλώσσα’ και ‘Γνώση’.

Ως αφετηρία για ένα γενικότερο προβληματισμό αλλά, ταυτόχρονα, και για τη συζήτηση συγκεκριμένων θεμάτων μπορεί να αποτελέσει ο συνδυασμός των παραπάνω εννοιών σε μια φραστική ενότητα: γλωσσική γνώση, Ο προσδιορισμός του περιεχομένου της ενότητας αυτής, σε σχέση κυρίως με το περιεχόμενο της μη-γλωσσικής γνώσης, αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο έντονης ερευνητικής αναζήτησης αλλά και διαφωνίας ανάμεσα σε διάφορες γλωσσολογικές ‘σχολές’ ή ρεύματα. Π.χ. για μια μεγάλη μερίδα γλωσσολόγων, κυρίως των γενετιστών-μετασχηματιστικών γλωσσολόγων, αποτελεί κοινό τόπο το ότι η γλωσσική γνώση είναι διαφορετική από τη μη-γλωσσική γνώση, από τη γνώση, δηλαδή, του κόσμου, της πραγματικότητας, μέρος του οποίου είναι και η γλώσσα. Από την άλλη μεριά, το αλληλένδετο του μη-γλωσσικού με το γλωσσικό τίθεται με ποικίλους τρόπους από ρεύματα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όσο η ψυχολογική θεωρία του νου, που προτείνει ο Vygotsky, και η ανθρωπολογική θεωρία του γλωσσικού σχετικισμού, αλλά και σύγχρονες γλωσσολογικές σχολές όπως η γνωστική γλωσσολογία.

Η προσπέλαση του ζητήματος γλωσσική-μη γλωσσική γνώση προϋποθέτει κατ’ αρχήν κάποια απάντηση στο ερώτημα τι θεωρούμε ‘γλωσσική γνώση’. Μια τέτοια απάντηση είναι φυσικό να απηχεί όχι μόνο διαφορετικά γλωσσολογικά θεωρητικά πρότυπα, αλλά και διαφορετική οπτική γωνία (φιλοσοφική, ψυχολογική, ανθρωπολογική κ.λπ). Η έννοια γλωσσική γνώση ανακαλεί συνειρμικά τόσο την έννοια ‘langue’ (γλωσσικό σύστημα) του Saussure, όσο και την έννοια ‘competence’ (γλωσσική ικανότητα) του Chomsky. Οι σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δυο έννοιες είναι γνωστές, όπως είναι, άλλωστε, και τα κοινά τους σημεία: ο βαθμός αφαίρεσης που και οι δυο ενέχουν και η σύνδεση τους με την ανθρώπινη νόηση. Πόσο όμως διαφορετική ή ανεξάρτητη είναι η έννοια του γλωσσικού συστήματος ή της γλωσσικής γνώσης, από την έννοια της γλωσσικής χρήσης ή πραγμάτωσης (parole, performance) προς την οποία και οι δυο παραπάνω έννοιες αντιπαρατίθενται; Και εδώ οι θέσεις των γλωσσολόγων διαφοροποιούνται. Ρεύματα όπως ο λειτουργισμός και οι κοινωνικές προσεγγίσεις της γλώσσας επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στη γλωσσική χρήση (δηλ. την ομιλία, που εξυπηρετεί συγκεκριμένες επικοινωνιακές προθέσεις και λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένες πάντα κοινωνικές συνθήκες) υποστηρίζοντας τη στενή σχέση των αρχών που διέπουν τη χρήση της γλώσσας με τον τρόπο οργάνωσης των γλωσσικών στοιχείων σε ένα σύστημα γνώσεων. Από την άλλη, η κυρίαρχη σήμερα μετασχηματιστική σχολή έχει στρέψει το ενδιαφέρον της γλωσσολογικής έρευνας και αναζήτησης στην ερμηνεία των γλωσσικών καθολικών χαρακτηριστικών βασισμένη στο ‘έμφυτο’ της γλωσσικής γνώσης.

Η άποψη της έμφυτης, γενετικά μεταβιβαζόμενης, γλωσσικής γνώσης που υποστηρίζουν και τεκμηριώνουν οι μετασχηματιστές γλωσσολόγοι δημιουργεί μια νέα βάση για τον προσδιορισμό του περιεχόμενου του όρου ‘γλωσσική γνώση’. Έτσι, η τεράστια πρόοδος την οποία έχει σημειώσει η έρευνα μέσα στα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια στους συναφείς τομείς της γλωσσολογίας, ψυχολογίας, φιλοσοφίας της γλώσσας, αλλά και της βιολογίας και της ανθρωπολογίας, επιτρέπει σήμερα στον γλωσσολόγο να διατυπώσει συγκεκριμένες υποθέσεις ως προς το ζήτημα αυτό. Κατά τους γενετιστές μετασχηματιστικούς γλωσσολόγους, η γλωσσική γνώση συνίσταται από ‘καθολικές’, σταθερές αρχές (ή νόμους), την ύπαρξη των οποίων υποδεικνύει η ‘καθολικά’ όμοια πορεία της πρόσκτησης της μητρικής γλώσσας από το παιδί και οι αξιοσημείωτες ομοιότητες ανάμεσα στις ανθρώπινες γλώσσες. Κατά άλλες θεωρίες, όπως τη γνωστική γλωσσολογία, ο ομιλητής ‘γνωρίζει’ απευθείας τους δομικούς τύπους/ κατασκευές που απαρτίζουν μια φυσική γλώσσα. Ταυτόχρονα, κατά την ίδια θεωρητική σχολή, τα καθολικά στοιχεία της γλώσσας δεν θεωρούνται απόλυτα και βιολογικά καθορισμένα, αλλά νοούνται ως σχετικά και διαμορφούμενα κάτω από την αλληλεπίδραση γνωστικών, κοινωνικών καθώς και αμιγώς γλωσσολογικών παραγόντων.

Το ζήτημα ωστόσο του περιεχομένου της γλωσσικής γνώσης είναι αλληλένδετο με το ερώτημα πώς αποκτιέται, ή, αλλιώς, πού είναι εγγεγραμμένη αυτή η γλωσσική γνώση.

Οι σχετικές υποθέσεις που προωθούν οι μετασχηματιστικοί γλωσσολόγοι στηρίζονται στις μαρτυρίες που παρέχουν οι διαδικασίες της πρόσκτησης της μητρικής (πρώτης’) γλώσσας, της εκμάθησης της ξένης (‘δεύτερης’) γλώσσας και της επεξεργασίας της φυσικής γλώσσας από τα παιδιά και τους ενήλικες. Και στους τρεις αυτούς τομείς ερευνώνται τόσο οι φυσιολογικές όσο και οι παθολογικές (:αποκλίνουσες) περιπτώσεις.

Η πρόσκτηση της μητρικής γλώσσας, μια βασικά ντετερμινιστική διαδικασία, μοιάζει να μην απαιτεί προϋποθέσεις ‘γνωστικού’ χαρακτήρα. Περιπτώσεις παιδιών με μειωμένη γνωστική ικανότητα υποδεικνύουν ότι μπορούν να ‘μάθουν’ τη μητρική τους γλώσσα σχεδόν τέλεια. Δεν συμβαίνει το ίδιο με την εκμάθηση δεύτερης γλώσσας, η οποία στηρίζεται σε συνεπαγωγική συλλογιστική που προϋποθέτει ‘γενικού’ τύπου γνώσεις.

Κατά τις υποθέσεις λοιπόν των μετασχηματιστικών γλωσσολόγων, η ανθρώπινη νόηση περιλαμβάνει ένα κεντρικό σύστημα, υπεύθυνο για τη σκέψη γενικά, τη δημιουργία δοξασιών, κ.λ.π., καθώς και κάποια επιμέρους συστήματα (modules) τα οποία τροφοδοτούν το κεντρικό σύστημα τα επιμέρους συστήματα αντιστοιχούν στις αισθήσεις – όραση, αφή, κ.λπ.- και τη γλώσσα. Ως ένδειξη για το ότι η γλώσσα συνδέεται με ξεχωριστό νοητικό σύστημα έχει εκληφθεί το γεγονός ότι υπόκειται σε ξεχωριστούς νόμους και ‘ρυθμούς’ ωρίμανσης. Για να ελέγξει κανείς την ισχύ της υπόθεσης αυτής, και δεδομένου ότι ο μηχανισμός αναπαράστασης που εμπίπτει στο κεντρικό σύστημα είναι η Γλώσσα της Σκέψης, θα πρέπει να προσδιορίσει τη φύση της σχέσης ανάμεσα στη Γλώσσα αυτή και τις διάφορες φυσικές γλώσσες (όπως είναι η Ελληνική, η Γαλλική): είναι σωστότερο να θεωρηθεί μια φυσική γλώσσα ως τμηματοποιημένη (modular) ή ως κάτι που ενσωματώνει ιδιότητες και του κεντρικού και επιμέρους συστημάτων; Με τη σειρά της μια τέτοια – ενδιάμεση – υπόθεση οδηγεί σε ερωτήματα σχετικά με την εσωτερική δομή του κεντρικού συστήματος, τις πιθανές σχέσεις μεταξύ των διαφόρων τμημάτων του ανθρώπινου νου/ εγκεφάλου, και του τρόπου με τον οποίο αυτές οι σχέσεις αναπτύσσονται και διακόπτονταιι σε συγκεκριμένα άτομα.

Ωστόσο, πολλοί άλλοι γλωσσολόγοι, ψυχολόγοι και φυσιολόγοι προωθούν μια διαφορετική υπόθεση, ότι, δηλ., η γλώσσα είναι αποτέλεσμα λειτουργιών του εγκεφάλου που σχετίζονται με γενικές γνωστικές διαδικασίες. Κατ’ αυτούς, η πρόσκτηση της μητρικής γλώσσας από το παιδί δεν θεωρείται απόρροια μιας βιολογικά προσδιορισμένης αναδίπλωσης γνώσεων ειδικών ως προς το γλωσσικό σύστημα -χωρίς αναγκαστικά να αποκλείεται μια τέτοια πτυχή- αλλά ως μια διαδικασία που δεν μπορεί να μελετηθεί ανεξάρτητα από την εικόνα του παιδιού ως γενικότερα νοήμονος και κοινωνικού όντος.

Ενα άλλο θέμα που δημιουργεί η υπόθεση της πρόσκτησης της μητρικής γλώσσας είναι ο προσδιορισμός της φύσης των γλωσσικών δεδομένων στα οποία εκτίθεται το παιδί κατά την κρίσιμη περίδο που ‘μαθαίνει’ τη γλώσσα του. Από τη στιγμή που τα εμπειρικά δεδομένα με τα οποία έρχεται σε επαφή απηχούν, και συχνά ενσωματώνουν κοινωνικής φύσης παράγοντες (π.χ. κανονιστικές ρυθμίσεις, ταμπού, κ.λπ.), γεννιέται το ερώτημα αν και ως ποιο βαθμό η γλωσσική “χρήση” παρεμβαίνει και επηρεάζει τη γλωσσική ‘γνώση’. Υπάρχει σήμερα η τάση αμφισβήτησης της καθιερωμένης διάκρισης ανάμεσα στα δυο, κυρίως μέσα από την οπτική που αναγνωρίζει ότι οι επικοινωνιακές προθέσεις είναι αυτές που καθορίζουν την οργάνωση του γλωσσικού συστήματος και ότι δεν είναι δυνατό να μιλάμε για γνώση, χρήση και πρόσκτηση της γλώσσας χωρίς ταυτόχρονα να μιλάμε για γνώση της κοινωνίας και για πολιτισμικά συγκεκριμένες αναπαραστάσεις του κόσμου.

Είναι σημαντική η συμβολή στην περιοχή αυτή και της πραγματολογίας, μέσα από την οποία προτείνεται η αντικατάσταση διαφόρων αρχών σχετικών με τη χρήση της γλώσσας με μια γνωστική αρχή, ένα νοητικό ανακλαστικό, το οποίο ελέγχει περισσότερα πράγματα από μόνη τη γλωσσική χρήση και αφορά ουσιαστικά στη γενικότερη οργάνωση της σκέψης.

Φιλοδοξία του εργαστηρίου ήταν να ακουστούν απόψεις για τα θέματα που θίχτηκαν παραπάνω, αλλά και άλλα συναφή που δεν συμπεριελήφθησαν στο σύντομο αυτό προγραμματικό κείμενο, μέσα από διαφορετικούς γνωστικούς χώρους (φιλοσοφία, ψυχολογία, κοινωνολογία, επιστημολογία, βιολογία, κ.ά), και για να φωτιστούν όσο γίνεται περισσότερες πλευρές των παραπάνω ζητημάτων αλλά και για να διαφανεί ο διεπιστημονικός χαρακτήρας της σύγχρονης γλωσσολογίας.

Μελίτα Σταύρου