ΝΕΑ

τοπικά ιη’ : Έκλειψη και επάνοδος του υποκειμένου

Μια μπαλωμένη κάλτσα είναι καλύτερη από μια σκισμένη, δεν ισχύει το ίδιο για την αυτοσυνείδηση.  

Γκ.Β.Φ. Χέγκελ

[…] με τη δύναμη του υποκειμένου να διαλύσει τη φενάκη της καταστατικής υποκειμενικότητας.

                                                               Τ.Β. Αντόρνο

Το υποκείμενο είναι απολύτως απαραίτητο. Δεν καταστρέφω το υποκείμενο, το χωροθετώ. […] Το ζήτημα είναι να γνωρίζουμε από πού προέρχεται και πώς λειτουργεί.

                                                                  Ζ. Ντερριντά

 

Οι λόγοι περί του τέλους, είτε αυτό αφορά στην ιστορία, στην τέχνη, στον συγγραφέα, είτε στον άνθρωπο τον ίδιο καταλήγουν σε μια ριζική αμφισβήτηση των αναλυτικών αξιώσεων που εγείρει η νεωτερική έννοια του υποκειμένου. Αυτή η αμφισβήτηση, που τροφοδότησε για μεγάλο διάστημα τις αναζητήσεις στις επιστήμες του ανθρώπου, κλονίζοντας ριζικά την εμπιστοσύνη στις θεμελιώδεις κατηγορίες της συγκρότησης τους, μοιάζει να έχει πλέον υποχωρήσει. Εντούτοις, παραμένει ενεργή και προσδιορίζει τη διαμόρφωση νέων παραδειγμάτων και εξηγητικών σχημάτων. Το ερώτημα του εργαστηρίου αφορά ως εκ τούτου στο εάν εντός του σημερινού ορίζοντα είναι δυνατός ένας απολογισμός των μεταλλαγών που επέφερε η διακήρυξη του θανάτου του υποκειμένου στις κοινωνικές επιστήμες και στον δημόσιο λόγο ευρύτερα. Εξετάζοντας την ιστορία των τρόπων με τους οποίους προσεγγίστηκε η έννοια του υποκειμένου στην νεωτερικότητα, η μεταδομιστική του κριτική παρουσιάζεται ως ένας ακόμη κόμβος στην πορεία της ιστορικής αποτύπωσης των συνθηκών που προσδιόρισαν την κατηγορία του. Και τούτο διότι τα ίχνη της αμφισβήτησης του υποκειμένου μπορούν να ανευρεθούν πολύ παλαιότερα από τον γαλλικό μεταδομισμό. Ήδη στο πλαίσιο της κλασσικής γερμανικής φιλοσοφίας (Καντ, Φίχτε, Σέλλινγ, Χέγκελ κ.ά.) η αντιμετώπιση των ζητημάτων που προέκυψαν από την καρτεσιανή πρωτοκαθεδρία του υποκειμένου επέβαλε τον αναστοχασμό επί των όρων της συγκρότησης του, με ζητούμενο την έκθεση μιας διαδικασίας στο τέλος της οποίας το υποκείμενο αναιρεί τον χωρισμό του από το αντικείμενο.

Οι δυνατότητες, ωστόσο, αυτού του θεωρητικού σχήματος τέθηκαν υπό σοβαρή αμφισβήτηση τον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα, εποχή εδραίωσης και επέκτασης του αστικού κόσμου, από μια σειρά αρκετά ετερόκλητων θεωρητικών προσεγγίσεων (πχ. νιτσεϊκή γενεαλογία, μαρξική κριτική της πολιτικής οικονομίας, φροϋδική ψυχανάλυση, κριτική θεωρία), στο κέντρο των οποίων βρίσκεται η εππιφύλαξη έναντι της δυνατότητας να ανακατασκευαστούν με έλλογο τρόπο οι διαμεσολαβήσεις του υποκειμένου. Για τις εισηγήσεις του εργαστηρίου είναι σκόπιμη από την μια η ανάκτηση της ιστορικότητας των θεωριών περί υποκειμένου όσο και των κριτικών σε αυτές και από την άλλη, η πραγμάτευση της στον ορίζοντα συστηματικών ερωτημάτων. Το εργαστήριο του 2017 στην Ιθάκη φιλοδοξεί να ανιχνεύσει σε ποιες κατευθύνσεις κινούνται οι απόπειρες κριτικής ανακατασκευής, αντικατάστασης ή και απόρριψης του υποκειμένου, με ποιους όρους και μορφές μεταφέρουν την έννοια του, εγγεγραμμένη στη μια ή την άλλη θεωρητική σύνθεση και πώς τοποθετούνται έναντι της κριτικής στην οποία έχει υποβληθεί η έννοια του υποκειμένου σε προηγούμενες συστηματοποιήσεις.

Τόσο από ιστορική άποψη, όσο και από συστηματική, κεντρικό ρόλο στην πραγμάτευση της επιστημολογικής θέσης του υποκειμένου διαδραματίζει η πολιτική διάσταση της υποκειμενικότητας. Αποτότοκο της συζήτησης περί του υποκειμένου ως ιστορικής-δικαιικής διαμεσολάβησης ή θέσης σε μία δομή (ιδεολογική, γλωσσική, έμφυλη κλπ), τα ίχνη και το βάρος της αντίστοιχης σκοπιάς ειναι άμεσα εντοπίσιμα στις αντιπαραθέσεις σχετικά με την οριοθέτηση της πολιτικής σφαίρας, όπως και σχετικά με τις δυνατότητες ενός ορθολογικού σχεδιασμού της πολιτικής, όπως και αν γίνεται κατανοητή, εν προκειμένω, η ορθολογικότητα. Αν αυτή η συνάφεια βρισκόταν στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης των επιστημολογικών προτάσεων δομιστικής προέλευσης με τις εγελιανές εκδοχές μαρξισμού (Λούκατς, Σχολή της Φραγκφούρτης κλπ) κατά τη δεκαετία του εξήντα, αποτελώντας ουσιαστικά και το πολιτικό διακύβευμα της συζήτησης, δεν έχει παύσει να απασχολεί τα διάδοχα επιστημολογικά σχήματα μέχρι και σήμερα.

Θεματικοί άξονες:

  1. Ιστορία – δομή – ιστορικότητα

Το ερώτημα περί του υποκειμένου ήταν και είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το ερώτημα περί της ενότητας της ιστορίας. Με την κατάρρευση της πρόσδεσης της ιστορικής ζωής στην υπερβατικότητα κάνει την εμφάνιση της σε διάφορες εκδοχές, στον γαλλικό διαφωτισμό και ιδίως στην κλασσική γερμανική φιλοσοφική παράδοση η ιδέα της μίας και ενιαίας ιστορίας, υποκείμενο της οποίας είναι η ανθρωπότητα. Η αντίληψη αυτή έθεσε αναπόφευκτα ζητήματα τελεολογίας. Σε μια σειρά θεωρητικών εγχειρημάτων (γενεαλογία, ιστορικός υλισμός, ιστορισμός) στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα τέθηκε υπό αμφισβήτηση, με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο, η δυνατότητα να ανακατασκευαστεί η ιστορία με τρόπο τέτοιο ώστε να  επιβεβαιώνει τη σήλληψη ενός καθολικού υποκειμένου της ιστορίας. Αυτές οι θεωρητικές προσεγγίσεις διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο στις νέες φιλοσοφικοϊστορικές επανατοποθετήσεις του 20ου αιώνα (Χορκχάιμερ, Αντόρνο, Μπένγιαμιν, Μπλοχ, Χάιντεγκερ, Σμιττ, Κοσέλεκ, Μπλούμενμπεργκ κ.α.), είτε ως αντικείμενα κριτικής είτε ως σημεία αναφοράς. Παράλληλα, στο πλαίσιο του γαλλικού δομισμού και της συνακόλουθης μεταδομιστικής κριτικής αρχίζει να διατυπώνεται η θέση ότι η ιστορία αποτελεί μια «διαδικασία άνευ υποκειμένου» (Μπασελάρ), θέση καθοριστική για τις αναζητήσεις στοχαστών όπως ο Κανγκιλέμ, ο Αλτουσσέρ, ο Φουκώ, ο Μπαλιμπάρ και ο Ρανσιέρ. Οι στοχαστές αυτοί επιχειρούν να επεξεργαστούν μια έννοια ιστορικού χρόνου που δεν σχετίζεται πλέον ούτε με την αντίληψη της χρονικής συνέχειας, ούτε με το αίτημα ενός ενιαίου υποκειμένου της ιστορίας, αλλά αντιθέτως προσανατολίζεται στην εικόνα μιας διαστρωματικής θέασης των ιστορικών διαμεσολαβήσεων. Αν ωστόσο οι διάφορες δομές εξετάζονται ως φέρουσες διαφορετικές χρονικότητες, πράγμα που ακυρώνει το ερώτημα περί μιας συνολικής συσχέτισης ανάμεσα στη μοναδική ιστορία και το υποκείμενό της τότε το ζήτημα του υποκειμένου τίθεται παράλληλα με κεκαλυμμένη μορφή ως ερώτημα περί της συγχρονικότητας και της ενότητας των ασύγχρονων δομών.

  1. Ψυχανάλυση – ιδεολογία – φύλο

Παρά τη βαρύνουσα σημασία που έχει η αντίληψη του υποκειμένου στην ψυχαναλυτική κατανόηση του ανθρώπου, το ζήτημα δεν αναπτύσσεται σε αντίστοιχη έκταση στη θεωρία του εισηγητή της. Μη περαιτέρω αναγώγιμο, το υποκείμενο συγκροτείται μέσω της θεμελιακής έντασης μεταξύ της συνείδησης και του ασυνείδητου. Διαμορφώνεται και εξελίσσεται στην πορεία της ύπαρξής του σε μια διαδικασία κατά την οποία βρίσκεται σε απόσταση από τον εαυτό του. Αυτός ο έκκεντρος χαρακτήρας του υποκειμένου αποτελεί τη βασική τομή της ψυχαναλυτικής θεωρίας, αποτελεί όμως και ένα από τα σημεία στα οποία μπορούν να εντοπισθούν μια σειρά από καταγωγικές συνδέσεις με την κλασσική σκέψη και την κριτική της, από τον Σέλλινγκ μέχρι τον Νίτσε. Μόνιμο ζητούμενο των ψυχαναλυτικών θεωριών είναι η σύνδεση της ανάλυσης του υποκειμένου με τη θεώρηση ευρύτερων συνόλων. Η απαίτηση αυτή τίθεται με ιδιαίτερη ένταση από εκείνες τις προσεγγίσεις που αποβλέπουν στην αφομοίωση της ψυχανάλυσης από την εννοιολόγηση και αναπαράσταση των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων (από τον Αλτουσσέρ μέχρι τον Λακλάου). Στην αφετηρία αναλύσεων οι οποίες οδηγούν σε ενιαίες κατηγοριακές κατασκευές, καταργώντας ίσως τα σύνορα μεταξύ φιλοσοφίας, ψυχανάλυσης και κοινωνικής θεωρίας, βρίσκεται η αναδρομή στις ιστορικές απαντήσεις στο κρίσιμο ερώτημα του μετακαντιανού μοντέλου (Φίχτε, Χέγκελ), ερώτημα το οποίο τέθηκε καταστατικά με την εισαγωγή της έννοιας του Εγώ ως αυτοσχεσίας. Παράλληλα η ψυχαναλυτική θεωρία παρέχει τα θεωρητικά εργαλεία για θεωρίες που αναγνωρίζουν έναν έμφυλο πυρήνα στην κατασκευή της υποκειμενικότητας. Είτε υπό το πρίσμα της κοινωνικά προσδιορισμένης συγκρότησης των φύλων, είτε υπό εκείνο των διαμεσολαβήσεων των λογοθετικών πρακτικών, είτε ακόμα και υπό την προοπτική μιας αποδόμησης της ταυτότητας, η προβληματική του φύλου και οι επιστημολογικές προκείμενες της θεώρησής του αποτελούν ίσως εξέχον παράδειγμα για την εξέταση των μορφών που διεκδικούν ένα νέο καθεστώς κατανόησης του υποκειμένου χωρίς να καταφεύγουν στις συναφείς κλασσικές παραδοχές.

  1. Κριτική της μεταφυσικής

Το άγκιστρο, το οποίο συνδέει την αφομοίωση της φροϋδικής κριτικής με τις ύστερες φιλοσοφικές κριτικές του υποκειμένου παρέχει το εγχείρημα του Χάιντεγκερ να παρακάμψει τις μεταφυσικές παραδοχές, εγγενείς στη διχοτομία υποκειμένου/αντικειμένου διά της εισαγωγής της κεντρικής έννοιας του Είναι-εκεί (Dasein), που αλλοιώνεται και περιπίπτει στην αφάνεια όταν η ύπαρξη και η σχέση με τον κόσμο υποτάσσεται στην εργαλειακότητα του καρτεσιανού υποκειμένου (μεταδομιστικές αναγνώσεις της ιστορίας της σκέψης: Λεβινάς, Ντερριντά). Στο φάσμα των σχεδίων αναίρεσης της μεταφυσικής είναι ωστόσο δύσκολο να βρεθεί ένας κοινός παρονομαστής, όπως υποδεικνύουν οι ποικίλες προσπάθειες να απαλλαγούν οι επιστήμες του ανθρώπου από την αναφορά στο υποκείμενο. Η διερεύνησή τους, είτε με λαβή την ψυχανάλυση, είτε στη φιλοσοφική προοπτική μιας κριτικής της μεταφυσικής αποτελεί αναμφίβολα ουσιαστικό τμήμα της σημερινής συζήτησης περί υποκειμένου και υποκειμενικότητας.

  1. Γλώσσα – υποκειμενικότητες – Λόγος

Η λεγόμενη γλωσσική στροφή στις κοινωνικές επιστήμες και στη φιλοσοφία διαδραματίζει κομβικό ρόλο στην επανατοποθέτηση της έννοιας του υποκειμένου. Ενώ στην κάντιανη φιλοσοφία, οι λειτουργίες γνωσιοπρακτικής ανασυγκρότησης του κόσμου αποδίδονται στο υπερβατολογικό υποκείμενο, στο πλαίσιο της «γλωσσικής στροφής» παρατηρείται η αντίστροφη πορεία. Το υποκείμενο θεωρείται παράγωγο των γλωσσικών πρακτικών στις οποίες εμπλέκεται χωρίς να τις ελέγχει. Αν και απόληξη αυτού του δρόμου είναι η καθαίρεση του υποκειμένου και η θεώρησή του ως προϊόντος διαδικασιών που επιτελούνται γλωσσικά, το πρόβλημα της σχέσης των λόγων με τα πράγματα και τις πρακτικές που τα παράγουν παραμένει. Από εδώ πηγάζει άλλωστε και η κλασσική κριτική στις αποδομιστικές αντιλήψεις, ότι εν τέλει εξαχνωνούν τα πάντα ως λόγους και λογοθετικές πρακτικές. Ενώ η ανάλυση, αποδόμηση ή αυτόνομη δομική θεώρησή τους συνέβαλε πολύ στον εντοπισμό τυφλών σημείων που προέρχονται από τη φενάκη της διαφάνειας λόγων και πρακτικών, δηλ. της δυνατότητας πλήρους επίγνωσής τους, εν τούτοις η επιμονή στην αναζήτηση τέτοιων τυφλών σημείων μαρτυρά ουσιαστικά ένα θεωρητικό αδιέξοδο. Ως εκ τούτου τίθεται το ερώτημα, αν κάτι τέτοιο οδηγεί στη θεωρητικοποίηση μιας ανεπίλυτης έντασης ή αν σηματοδοτεί την εξάντληση μιας μεθοδολογίας που καλείται τότε πλέον να αναστοχαστεί τις κατευθυντήριες ιδέες της.

  1. Δράση – δρόντες

Η συμβολή της αναλυτικής φιλοσοφίας δεν περιορίζεται στη γλωσσική στροφή, αλλά εκτείνεται και στην εισήγηση των εννοιακών συσχετισμών που συμπυκνώνονται στο πρόγραμμα της δράσης ή του πράττειν ως μέθοδο σύλληψης κοινωνικών, ηθικών και πολιτικών ενεργημάτων (Anscombe, Donald, Davidson). Ενώ το πρόγραμμα αναφερόταν αρχικά στην ανάλυσή των δράσεων από την άποψη της εμπρόθετης επιλογής και επιτέλεσης, η σχετική συζήτηση απέκτησε ευρύτερη δυναμική εξ αιτίας των προσπαθειών να ενταχθούν στην προβληματική της δράσης και οι μη εμπρόθετες επιλογές. Τα κριτήρια της διάκρισης, της περιγραφής και κυρίως της γένεσης και αλληλεπίδρασης των αποβλέψεων σε σχέση με τα μέσα και τα εν πολλοίς αποκλίνοντα αποτελέσματά τους παραμένουν επίδικα. Το γεγονός ότι η προβληματική της δράσης και των ανθρώπινων φορέων της έχει βρει θέση και σε λόγους προερχόμενους από παραδόσεις που είναι ξένες προς την αναλυτική (Γκίντενς από την πλευρά του δομισμού, Pippin από την πλευρά του νεοεγελιανισμού, κ.ά.) συνιστά ένα λόγο ευρύτερης διερεύνησης.

  1. Δίκαιο – νομικό υποκείμενο – ιδεολογία

Το νεωτερικό υποκείμενο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την έννοια του δικαίου. Είτε με την μορφή ενός κατόχου φυσικών δικαιωμάτων είτε απλώς με εκείνη ενός «σημείου καταλογισμού» (Κέλσεν) το υποκείμενο συνιστά υποκείμενο δικαίου. Αυτή η σύλληψη προσδιόρισε σε γενικές γραμμές τον ορίζοντα των ερωτημάτων της πολιτικής φιλοσοφίας της νεωτερικότητας, καθώς προσέδωσε σε αυτή την μορφή μια θεωρίας περί δικαίου. Αν η παράδοση του νεώτερου φυσικού δικαίου (Χόμπς, Λοκ, Πούφεντορφ, Γκρότιους, Καντ) επιχειρούσε να θεμελιώσει την έννομη τάξη σε μια σύλληψη του υποκειμένου ως φορέα του αναπαλλοτρίωτου φυσικού δικαιώματος, ήδη από τον 18ο και 19ο αιώνα μια σειρά ετερογενών στοχαστών (Ρουσσώ, Χέγκελ, Μαρξ, Ενγκελς, von Jhering) προτίμησαν να θέσουν το ερώτημα περί της σχέσης ανάμεσα στον κανόνα δικαίου ως έκφραση της καθολικότητας και στις στοιχειώδεις κοινωνικές σχέσεις ιδιοκτησίας που προηγούνται λογικά του κανονιστικού περιεχομένου του νόμου. Η κριτική στην προτεραιότητα του υποκειμένου απέναντι στην δομή του δικαίου εκφράστηκε σταδιακά και εντός του νομικού θετικισμού ως κριτική της σύλληψης ενός φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων πριν και πέρα από την έννομη τάξη. Αυτήν ακριβώς τη σύλληψη αμφισβητούν στοχαστές στην παράδοση του δομισμού ή του μεταδομισμού (Αλτουσέρ, Φουκώ κ.α.), παράγοντας διαφορετικές μεταξύ τους αλλά ταυτόχρονα συγγενείς κριτικές αντιλήψεις, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι το ερώτημα της παραγωγής του υποκειμένου του δικαίου τόσο μέσα από στενά νομικές πρακτικές όσο και μέσω πρακτικών που φαίνονται να κινούνται στην μεθόριο του νόμου. Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης επανατίθενται ερωτήματα σχετικά με την ιστορικότητα του δικαίου όπως επίσηςκαι ερωτήματα περί των δομικών μετατοπίσεων του. Η συζήτηση αυτή επηρέασε και τη λεγόμενη αποδόμηση, η οποία, στο πλαίσιο της απόρριψης κάθε «μεταφυσικής της παρουσίας», φαίνεται να κληρονομεί τόσο την αμφισβήτηση κάθε μεταφυσικής θεμελίωσης του δικαιικού υποκείμενου όσο και την κριτική στην αντίληψη περί κλειστότητας της έννομης τάξης, ενώ δεν θέτει πλέον το ερώτημα περί των ιστορικών διαμεσολαβήσεων που καταλήγουν στην παραγωγή του υποκείμενου έστω και με την μορφή του πλάσματος δικαίου.

  1. Αποσύνθεση της πολιτικής – κριτική της ιδεολογίας

Το ζήτημα του πολιτικού υποκείμενου ήταν στην πρώιμη νεωτερικότητα συνυφασμένο με το ερώτημα περί του προσώπου της κρατικής ενότητας. Στις θεωρίες του νεωτερικού φυσικού δικαίου τέθηκε το ερώτημα περί του φορέα της γενικής βούλησης, η οποία προκύπτει ως κοινή βούληση αντιπροσώπευσης των ατομικών υποκειμένων, αναδιπλασιάζοντας το σύνολο τους ως πολιτική ενότητα. Με την ανάδυση του εργατικού κινήματος τον 19ο αιώνα δεν διατυπώθηκε τόσο μια πολιτική φιλοσοφία σε αντιπαράθεση προς το φυσικό δίκαιο όσο διαμορφώθηκε μια πολιτική παράδοση, εντός της οποίας η εργατική τάξη τέθηκε ως το συλλογικό υποκείμενο μεταρρυθμιστικών και επαναστατικών διαδικασιών απέναντι στο κράτος. Αυτή η ιστορική εμπειρία αφησε το στίγμα της σε θεωρητικες προσεγγίσεις εντός του εργατικού κινήματος (Λένιν, Λούκατς, Γκράμσι, Λούξεμπουργκ) οι οποίες έθεσαν το ερώτημα της συγκρότησης του πολιτικού υποκείμενου με αναφορά όχι μόνο στις οικονομικές σχέσεις αλλά και στην διαδικασία της πολιτικής (ταξικής) πάλης.

Τα θεωρητικά όσο και πρακτικά προβλήματα που αφορούν στη συγκρότηση συλλογικών πολιτικών υποκειμένων και εκφράστηκαν με την γκραμσιανή έννοια της ηγεμονίας έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη γαλλική μαρξιστική συζήτηση (Αλτουσσέρ, Πουλαντζάς), στην οποία διατυπώθηκε το θεώρημα της σχετικής αυτονομίας του κράτους απέναντι στις κυρίαρχες τάξεις, το οποίο πλέον ανάγεται σε κόμβο συμπύκνωσης των κοινωνικών ανταγωνισμών. Τόσο ως κριτική σε έναν «ορθόδοξο» μαρξισμό όσο και ως αποστασιοποίηση από την μαρξιστική κληρονομιά εν γένει, στο έργο των Λακλάου και Μουφ επιχειρήθηκε να απαγκιστρωθεί η έννοια της ηγεμονίας και ως εκ τούτου η έννοια του πολιτικού υποκειμένου από οποιαδήποτε «εξωπολιτική» διαμεσολάβηση. Αυτό που διαφαίνεται στον μεταμαρξισμό είναι η παράδοξη, ίσως, αναβίωση μια έννοιας (πολιτικού) υποκειμένου που θέτει τον εαυτό του και το άλλο του (τον πολιτικό αντίπαλο) χωρίς δέσμευση από δομικές διαδικασίες.

  1. Ταυτότητα – ταυτότητες

Με προέλευση κυρίως από εμπειρικά προσανατολισμένες κοινωνικές θεωρίες η προβληματική της ταυτότητας θέλησε να αποτελέσει μια εναλλακτική θεωρητικοποίηση του υποκειμένου μέσω του εντοπισμού των εμπειρικών-συνειδησιακών στοιχείων (αυτο)κατανόησης του. Υπό αυτό το πρίσμα, το υποκείμενο ως ταυτοτική κατασκευή αναπαρίσταται μέσω της παρατακτικής ή αντιφατικής συναρμογής μιας σειράς χαρακτηριστικών, ώστε ουσιαστικά η ταυτότητά του να μην συνιστά ενική αναφορά, αλλά σηματοδότηση μιας πολλαπλότητας κατηγορημάτων. Ως προς τα συμπεράσματα, αλλά ίσως μόνον ως προς αυτά, η προσέγγιση του υποκειμένου μέσω των ταυτοτήτων του συναντάται στις αντιλήψεις περί πολλαπλού υποκειμένου, που εν τέλει διαλύεται μέσα στις μεταπτώσεις και στις αντίρροπες δυνάμεις της πληθώρας των πλευρών του. Σημαντικός κόμβος στην εξέλιξη συναφών προσεγγίσεων αποτελούν οι φεμινιστικοί, εθνικοί και μετααποικιακοί λόγοι, που συντείνουν στην επαναχαρτογράφηση του πλέγματος στο οποίο προσδιορίζονται οι υποκειμενικότητες ατόμων ή ομάδων καθώς και οι αντίστοιχες πρακτικές που είναι μέχρι σήμερα αόρατες ή προσλαμβάνονται με τα κανονιστικά μέσα της ηγεμονικής, αστικής κατανόησης όπως αυτή είναι εγγεγραμμένη στις ιεραρχικές σχέσεις του δυτικού κόσμου. Οι συνακόλουθες πολιτικές ταυτότητας, δικαιωμάτων και διασφάλισης χώρων ελευθερίας ειδικής αναφοράς, διεκδικούν μεν τη διεύρυνση των δυνατοτήτων αυτοπροσδιορισμού του ατόμου, απορρίπτουν όμως συνήθως κάθε ολοποιητική ή καθολική εννοιολόγηση των κοινωνικών δεσμών.

  1. Θρησκεία – θεός – εκκοσμίκευση

Από την άποψη της θρησκείας τίθεται με ιδιαίτερη έμφαση το ερώτημα σχετικά με τον ανθρωπολογικό πυρήνα του υποκειμένου σε ένταση με τους ιστορικούς του προσδιορισμούς. Στη μονοθεϊστική, ιουδαιοχριστιανική τουλάχιστον παράδοση, το υποκείμενο αναζητά στη σχέση του ανθρώπου με το θείο το έσχατο θεμέλιο της ύπαρξής του, ανεξάρτητα από την ιστορική διακύμανση της απαίτησης των θεολογικών προκειμένων να ρυθμίζουν τις εγκόσμιες υποθέσειςν. Η εξέταση της θρησκείας κατέχει σημαίνουσα θέση στην κατανόηση του υποκειμένου, από την ανθρωπολογική εκδοχή του Φόυερμπαχ μέχρι τη γενεαλογία του Νίτσε και την αρχαιολογία του Φουκώ. Από διαφορετικές αφετηρίες εξάλλου επιχειρείται να δοθούν απαντήσεις στα ζητήματα τα οποία πραγματεύεται κατά ριζικά νεωτερικό τρόπο ο Καντ, ενώ αυτές οι απαντήσεις διαδραματίζουν το δικό τους ρόλο στην κριτική του υποκειμένου από το πλήθος των θεωριών οι οποίες συνδέονται ρητά με αυτήν και αποτελούν τους συνήθεις πόλους αναφοράς.

  1. Αισθητική – αισθητική υποκειμενικότητα – τέχνη

Με την κοπερνίκεια στροφή της φιλοσοφίας αναδεικνύεται και η αισθητική στιγμή ως ιδιαίτερη και μη αναγώγιμη έκφανση της υποκειμενικότητας. Σε αυτή την ιδιαιτερότητα θεμελιώνεται άλλωστε το θεώρημα περί αυτονομίας της τέχνης, που αποτελεί τη δεσπόζουσα αντίληψη της αστικής εποχής. Η έκπτωση των μεταφυσικών συστημάτων σήμανε ωστόσο, μεταξύ άλλων, και την αυτονόμηση της αισθητικής διάστασης με ένα διαφορετικό τρόπο. Ο ιδιαίτερος ρόλος που  της επιφυλάσσεται στο πλαίσιο αυτό συναρτάται  με τις αμφιβολίες σχετικά με τη δυνατότητα του υποκειμένου να καταστήσει γνωσιακά διαφανείς τις σχέσεις του με τον κόσμο και τον εαυτό του. Η αισθητική, με αυτή την έννοια, φαίνεται να αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο ή την έσχατη διέξοδο του υποκειμένου που αποκτά επίγνωση του εγκλωβισμού του στο «σιδερένιο κλουβί» του νεωτερικού κόσμου. Η αισθητική διαμόρφωση της ζωής συνυφαίνεται με τη κριτική της κουλτούρας από τον Κίρκεγκωρ μέχρι τον Νίτσε ως μοναδική δυνατότητα του ανθρώπου να διεκδικήσει την υποκειμενικότητά του. Αυτή η προοπτική τροφοδοτεί και τις ελπίδες που εναποτίθενται στην τέχνη κατά τον 20ο αιώνα από τον Χάιντεγκερ μέχρι τον Αντόρνο. Αρθρωμένες ασφαλώς διαφορετικά, οι ριζικές κριτικές στην αλλοτρίωση, στην κενότητα, στον μαρασμό της εμπειρίας ανατρέχουν στην τέχνη και στην αισθητική αναζητώντας εκεί τη ρωγμή απ’ όπου θα αναδυθεί ένας άλλος κόσμος, στον οποίο οι άνθρωποι δεν θα προσδιορίζονται ως τα υποκείμενα που αντί να απελευθερώσει συνέτριψε η νεωτερικότητα. Η συμβολή της ίδιας της μοντέρνας τέχνης στην εκκένωση του υποκειμένου από τις νοηματοδοτήσεις, τις λειτουργίες και τις αρμοδιότητες που του είχαν προσδόσει οι κλασσικές θεωρίες είναι τόσο καθοριστική, ώστε να αποτελεί σεδόν υποχρεωτική αναφορά του προβληματισμού για την έκλειψη, αλλά και την επάνοδο του υποκειμένου.

Ταυτόχρονα ο μοντερνισμός των αρχών του 20ου αιώνα εξακολουθεί να αντλεί αυτό ακριβώς το κριτικό δυναμικό του από μια ισχυρή έννοια υποκειμένου, η οποία θα βρεθεί στο στόχαστρο των καλλιτενικών ρευμάτων στα μεταπολεμικά χρόνια. Επίδικο παραμένει κατά πόσο η διάκριση μεταξύ μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης, όπως αυτή απαντά στο πλαίσιο των εικαστικών τεχνών αλλά βρίσκει εφαρμογή και στην περίπτωση της μουσικής, ή η διάκριση μεταξύ μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού, με επίκεντρο την αρχιτεκτονική αλλά και με ευρύτερη ακτινοβολία, π.χ. στη λογοτεχνία, εκφράζουν σχέσεις ριζικής τομής ή συνέχειας. Η προνομιακή σημασία της τέχνης σε σχέση με το ερώτημα περί του υποκειμένου έγκειται άλλωστε στο ότι συνιστά, από τη μια, το κατ’ εξοχήν πεδίο υποκειμενικής έκφρασης και από την άλλη το όριο των αξιώσεων της μεταφυσικής του υποκειμένου.

 

Δημήτρης Καρύδας, Νίκος Τζανάκης-Παπαδάκης


Το πρόγραμμα:

τοπικά ιη΄
Κιόνι Ιθάκης


Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

10.00-14.00

ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΣΕΒΡΕΝΗ
To cogito πριν από τον Ντεκάρτ

ΝΙΚΟΣ ΠΑΤΕΛΗΣ
Η λακανική διάσωση του καρτεσιανού υποκειμένου

ΙΑΣΟΝΑΣ ΞΥΓΚΗΣ
Είναι και χρόνος: Το υπερβατολογικό υποκείμενο ως διαφάνεια

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΓΚΡΙΩΤΗΣ
Κριτική θεωρία της υποκειμενοποίησης.
Το κλασσικό πρόβλημα, η πραγματιστική στροφή και τα όρια της


17.00-20.00

ΜΑΡΙΑΝΑ ΚΟΝΔΥΛΗ
Για το δρων «υποκείμενο», τη γλώσσα και τη νοηματοδότηση στην κοινωνιοσημειωτική γλωσσολογία

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΙΣΣΗΣ
Ο Ζαν Καβαγιές και η «έκλειψη του υποκειμένου» στη γαλλική ιστορική επιστημολογία

ΚΙΜΩΝ ΓΑΣΤΕΡΑΤΟΣ
Υποκείμενο και αστάθμητος υλισμός.
Προς έναν στοχασμό της έννοιας του Υποκειμένου πέρα από το σκοπό και το τέλος


21.30-23.00

ΣΥΝΑΥΛΙΑ
Μια επίσκεψη στην τέχνη του Μάνου Χατζιδάκι

Τατιάνα Ζωγράφου: τραγούδι
Ήβη Παπαθανασίου: τσέλο
Παναγιώτης Κανελλόπουλος: μαντολίνο
Κώστας Χάρδας: πιάνο

«Η συναυλία επισκέπτεται, με (ανα)δημιουργική διάθεση, σημαντικούς σταθμούς στη πορεία του αθεράπευτα ανήσυχου και 
δημιουργικού Μάνου Χατζιδάκι, ξεκινώντας από τη μουσική για τη θρυλική παράσταση του Ματωμένου Γάμου του 1948, 
έως τους Αντικατοπτρισμούς του 1990».



Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017

10.00-14.00

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΕΛΟΥΔΟΓΙΑΝΝΗ
Ο λαός ως κριτική και ως ιδεολογία

ΟΡΕΣΤΗΣ ΔΙΔΥΜΙΩΤΗΣ
Το πολιτικό υποκείμενο στον Ρανσιέρ

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΚΟΥΖΕΛΗΣ
Το υποκείμενο της δημοκρατίας

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Οι υπερασπιστές των δικαιωμάτων δεν είναι θύματα.
Είναι πρωταγωνιστές της ιστορίας


17.00-20.00

ΚΥΡΚΟΣ ΔΟΞΙΑΔΗΣ
Το υποκείμενο του νεοφιλελευθερισμού

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΥΔΑΣ
Το υποκείμενο: ένα περίγραμμα στην άμμο ή ο ορίζοντας της ελευθερίας;

ΝΙΚΟΣ ΤΖΑΝΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
Δίκαιο και το υποκείμενο της εξουσίας


20.00-21.30

ANDREW COLE
The Substance of Hegel’s Subject

EDUARDO CADAVA
«Turned Toward the Human»: Paul Celan’s Meridian


Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2017

10.00-14.00

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΠΑΡΤΣΙΔΗΣ
Η έννοια του «εσωτερικού ορίου» στη διατομική συγκρότηση του υποκειμένου

ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ
Τεχνικές παιχνιδοποίησης και το κίνημα το ποσοτικοποιημένου εαυτού:
Συγκροτώντας το αλγοριθμικό υποκείμενο

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΑΤΟΣ
Σχετικά με τον «θάνατο» του καλλιτεχνικού-δημιουργικού υποκειμένου

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΖΗΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ
Από τη Σχερία στην Ιθάκη, ο μακρύς δρόμος του αρχιτέκτονα