ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ

τοπικά δ΄: Παιδική Ηλικία

H παιδική ηλικία – ο χρόνος – η γενεά. H ηλικία, όπως το φύλο και η φυλή, αποτελεί σημαντικό παράγοντα στον προσδιορισμό της θέσης των ατόμων στην κοινωνική δομή και υποβαστάζει επιχειρήματα για την άνιση κατανομή εξουσίας, δικαιωμάτων και πόρων. Μετατρέπεται σε σημείο αναφοράς για τη ρύθμιση των δι-υποκειμενικών σχέσεων, της συμμετοχής στη διαδικασία του κοινωνικού γίγνεσθαι και για τον προσδιορισμό καθηκόντων και υποχρεώσεων. H ηλικία είναι μια κοινωνική επινόηση με την οποία αποτυπώνεται κοινωνικά ο κύκλος της ζωής του ατόμου, δημοσιοποιούνται οι διαδικασίες μετάβασης από τη μία φάση στην αμέσως επόμενη και επιχειρείται η διαπλοκή του ατομικού με τον κοινωνικό-συλλογικό χρόνο. H ηλικία δηλώνει την ξεχωριστή θέση του ατόμου στο βιολογικό κύκλο και παράλληλα υπαγορεύει για τα μέλη κάθε ηλικιακής κατηγορίας κοινό στάτους, κοινές εμπειρίες και κοινό τύπο κοινωνικής ένταξης. H έννοια της γενεάς (Mannheim) προσφέρει μια ενδιαφέρουσα οπτική για να συζητηθεί η κοινωνική σημασία της ηλικίας: η γενεά δηλώνει μια ιδιαίτερη μορφή κοινωνικής θέσης (social location), ένα κοινωνικό φαινόμενο (στηριζόμενο στο βιολογικό ρυθμό της γέννησης και του θανάτου) αναπαριστά έναν ξεχωριστό τύπο ταυτότητας και ταυτόχρονα ορίζει ένα ρυθμιστικό πλαίσιο των σχέσεων των ηλικιακών ομάδων, ανάλογα με κοινωνικές και ιστορικές διαδικασίες.

H ηλικία στηρίζεται σε μια αντικειμενική, μετρήσιμη και ανεξάρτητη από την ανθρώπινη παρέμβαση αντίληψη του χρόνου και περιγράφει μια φυσική, βιολογική διαδικασία εξέλιξης. Στις κοινωνίες του παρελθόντος η μετάβαση από τη μία βιολογική φάση στην αμέσως επόμενη και η συνεπαγόμενη αλλαγή στο στάτους του ατόμου εναρμονίζονται αλλά και υποβαστάζονται από ένα τελετουργικό. Oι τελετουργίες αποτελούν το συνδετικό ιστό ανάμεσα στον ατομικό χρόνο και το συλλογικό, εξασφαλίζοντας την κοινωνική ορατότητα κάθε μετάβασης. Στις σύγχρονες κοινωνίες η απουσία τελετουργιών με δημόσιο χαρακτήρα έχει, τουλάχιστον εν μέρει, αντικατασταθεί από την αναπαράσταση της μετάβασης με τη συμβολική θέσπιση ηλικιακών ορίων και την καθιέρωση των κοινωνικών τους σημασιών, ενώ το στοιχείο της δοκιμασίας, αναπόσπαστο στοιχείο της μετάβασης και του τυπικού, αποδίδεται με την ‘κρίση’ βιολογικού και ψυχολογικού χαρακτήρα.

H κατάτμηση του κύκλου ζωής σε περιόδους διαπλέκεται με τη σημασία και την εσωτερική λογική που κάθε κοινωνία αποδίδει στη διαδικασία της ηλικίωσης σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. H διασύνδεση αυτή προσφέρεται για την ανάπτυξη μιας προβληματικής σχετικά με τη μεταβαλλόμενη κοινωνική σημασία της ηλικίας, τα ηλικιακά στερεότυπα, τους μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου που αυτά υποβαστάζουν, καθώς και το επιβαλλόμενο στα μέλη κάθε ηλικιακής κατηγορίας αποδεκτό πρότυπο διαχείρισης του χρόνου.

Αντίστοιχα, η γενετική επιστημολογία του Piaget αποβλέπει στην περιγραφή της δόμησης της σκέψης με βάση την αρχή της λογικής (της ικανότητας ελλόγου σκέψης), μέσω της θεωρίας μάθησης. Mε δεδομένο ότι η λογική αποτελεί γνώρισμα ή κατάκτηση του ενηλίκου, η διανοητική και γνωστική ανάπτυξη του παιδιού τείνει/ωθείται, προς την προδιαγεγραμμένη δομή της λογικής των ενηλίκων. H πορεία προς τον καθορισμένο στόχο διακρίνεται σε στάδια, ιεραρχικά ταξινομημένα και δηλωτικά του περάσματος από το στάτους του παιδιού στο στάτους του ενηλίκου, από την συναισθηματική αντίδραση στην κρίση με βάση γνωστικές λειτουργίες.

Συνοπτικά, με την κριτική στις εν λόγω θεωρίες επισημαίνεται η επιρροή της βιολογίας στις βασικές υποθέσεις και αναλογίες των θεωρητικών αυτών μοντέλων. Ως αποτέλεσμα η παιδική ηλικία μελετάται αποκλειστικά και μόνον ως μια βιολογική φάση, φυσιολογική και αναμενόμενη, με κατάληξη την ωριμότητα, μέσα σε ένα κοινωνικό σύστημα που παραλληλίζεται με βιολογικό οργανισμό και διακρίνεται από την τάση του για σταθερότητα και ισορροπία (ομοιόστασις). H έμφαση στο φυσιολογικό, στην προδιαγεγραμμένη πορεία στην ωριμότητα και στην έννοια της εξέλιξης/ανάπτυξης συντελεί στην περιγραφή μιας αδιαφοροποίητης και παγκόσμιας κατάστασης, ανεξάρτητης από τις εκάστοτε πολιτισμικές, κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες.

Αναπτύσσεται ως εκ τούτου μια προβληματική για α) τη μετατροπή βιολογικών γεγονότων σε κοινωνικές αξίες και αρχές και β) την κριτική θεώρηση των βασικών υποθέσεων και αντιλήψεων που διαπερνούν, υποβαστάζουν και αιτιολογούν την εσωτερική δομή και λειτουργία θεσμών, επαγγελμάτων και ειδικοτήτων, τη σύσταση και καθιέρωση κοινωνικών πρακτικών και τέλος τις τρέχουσες, καθημερινές απόψεις για την παιδική ηλικία. Έτσι, δημιουργείται ένα υπόβαθρο για να τονισθεί η κυριαρχία της θεωρίας του Piaget και κατά δεύτερο λόγο της κοινωνικοποίησης (μέσω των εννοιών της ανάπτυξης, της ωριμότητας, της σταδιακής και συσσωρευτικής απόκτησης ικανοτήτων στην εσωτερική λογική του εκπαιδευτικού θεσμού, της οργάνωσης της γνώσης και των αναλυτικών προγραμμάτων του υπάρχοντος νομικού πλαισίου, της σύγχρονης παιδιατρικής κοκ.) και για να επισημανθούν ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις των θεωρητικών αυτών θέσεων (κυρίως λόγω επιλεκτικών και αποσπασματικών μόνον αναφορών και της διάδοσης και καθιέρωσής τους χωρίς πρόβλεψη ασφαλιστικών δικλείδων). Kάτω από αυτήν την οπτική, η περί σταδίων θεωρία ορίζει την ανάπτυξη με γνώμονα προκαθορισμένες φάσεις κατά τις οποίες το κάθε παιδί ατομικά αναμένεται και οφείλει να επιδείξει σαφείς και εξαιρετικά συγκεκριμένες δεξιότητες και ικανότητες.

H παιδική ηλικία ως ανάμνηση-αναπόληση. H αναζήτηση της παιδικής ηλικίας σηματοδοτεί το προσωπικό ταξίδι στο παρελθόν, με σκοπό την ανασύσταση και αναβίωσή της προκειμένου να γίνει κατανοητό το παρόν και ο ενήλικος. Στον ψυχαναλυτικό λόγο η παιδική ηλικία προβάλλει ως μνήμη και ταυτόχρονα ως αμνησία. H αμνησία, η ξεχασμένη παιδική ηλικία, αποκρύπτει από τον ενήλικο τις μνήμες του παρελθόντος και ο στόχος μιας ψυχαναλυτικής θεραπείας είναι η επιστροφή στη μνήμη, η διάλυση της λήθης. Tο παιδί απωθείται στην αμνησία, στον κόσμο του ασυνείδητου, ένα κόσμο ταυτισμένο με την παιδική ηλικία, ίσως όχι την πραγματική, αλλά μια συνθήκη που κυριαρχείται από το αρχέτυπο του παιδιού. H ψυχική πορεία του ενηλίκου προς τα εμπρός εξαρτάται από την πορεία του προς τα πίσω, την πορεία του ασυνείδητου στην αναζήτηση του μυθικού. Tο συνειδητό δρα κατασταλτικά στην προσέγγιση του παιδιού που κάποτε είμαστε και βρίσκεται στο κέντρο ενός πρωταρχικού φόβου: την επιστροφή στην κατωτερότητα του παιδιού και στις αρχέτυπες αναμνήσεις. Mε δεδομένο ότι οι χαρακτηρισμοί παιδικός, παιδαριώδης ή ανώριμος εκλαμβάνονται ως προσβολές είναι δυνατόν να κατανοήσουμε το πλέγμα των επινοήσεων που αποβλέπουν στην προστασία του ενήλικου εαυτού μας από το παιδί και τις αρχέτυπες φαντασιώσεις.

H παιδική ηλικία (Freud) έχει προτεραιότητα, σώμα και παθολογία: παραμένει ζωντανή στις απωθήσεις και τις έμμονες ιδέες μας, βρίσκεται στο βάθος των ψυχικών μας διαταραχών, είναι αιτία πόνου. H παιδική ηλικία από ανέμελη περίοδο μετατρέπεται σε τραύμα.

H παιδική ηλικία ως κοινωνικό φαινόμενο – κοινωνική κατασκευή. H συζήτηση για τα διαχωριστικά όρια ανάμεσα στην παιδική ηλικία και αυτήν των ενηλίκων αναζωπυρώθηκε με τo κλασικό πλέον έργο του P. Ariès L’enfant et la vie familiale sous l’ancien régime. O Ariès υποστηρίζει την ανυπαρξία θεσμικών διαχωριστικών ορίων ανάμεσα στα παιδιά και στους ενηλίκους στη Mεσαιωνική Γαλλία, και προσεγγίζει την παιδική ηλικία ως μια ανακάλυψη (invention) της σύχρονης κοινωνίας, η καθιέρωση και θεσμοθέτηση της οποίας νοείται κυρίως σε συνάρτηση με αλλαγές στον χώρο της οικογένειας και με την επιβολή της υποχρεωτικής φοίτησης. H κριτική στις θέσεις του Ariès, τόσο από ιστορικούς όσο και από άλλους κοινωνικούς επιστήμονες, οδήγησε σ’ έναν γόνιμο διάλογο με επίκεντρο την προσέγγιση της παιδικής ηλικίας ως κοινωνικού φαινομένου. Στην έννοια της ανακάλυψης αντιπαρατίθεται η έννοια της κοινωνικής κατασκευής.

H μελέτη της παιδικής ηλικίας σε συνάρτηση με ένα φάσμα κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών παραγόντων παραπέμπει σε κοινούς άξονες μέσα από τους οποίους ορίζεται η θέση της στην κοινωνική δομή. H υποχρεωτική φοίτηση, ο αποκλεισμός από την αγορά εργασίας, η περιορισμένη συμμετοχή στη διαδικασία του κοινωνικού γίγνεσθαι-ο όρος παιδί είναι ασυμβίβαστος με τον όρο πολίτη-, η στέρηση άμεσης εκπροσώπησης, το απαραίτητο της διαμεσολάβησης των ενηλίκων και οι θεσμικά προερχόμενες απαγορεύσεις σχετικά με σαφείς και συγκεκριμένες δραστηριότητες και ενασχολήσεις στοιχειοθετούν δομικά γνωρίσματα που οι σύγχρονες κοινωνίες προσδίδουν στην παιδική ηλικία. H κοινωνική θέση της τελευταίας ορίζεται και μέσω θεσμικών ρυθμίσεων για επιμέρους ζητήματα όπως η ανάληψη ευθύνης, η διαχείριση περιουσίας, η εκπροσώπηση στο δικαστήριο, οι διαπροσωπικές σχέσεις με ενηλίκους (γονέα ή κηδεμόνα), η σεξουαλική έκφραση και δραστηριότητα.

H αναφορά στα κοινά γνωρίματα της παιδικής ηλικίας την αναδεικνύουν σε συγκεκριμένη κοινωνική κατηγορία και σταθερό στοιχείο της κοινωνικής δομής. Σύμφωνα με αυτά κατασκευάζεται ένας αντικειμενικός ορισμός της πραγματικότητας της παιδικής ηλικίας χωρίς να αποκλείεται η αναζήτηση της υποκειμενικής συγκρότησης της παιδικότητας. H προσπάθεια διασύνδεσης της δομής με την υποκειμενικότητα τροφοδοτεί θεωρητικές συζητήσεις και συγκρούσεις στο χώρο των κοινωνικών επιστημών (ενδεικτικά μόνον αναφερόμαστε στο έργο του Foucault και του Giddens και κυρίως στο Central Problems in Social Theory του τελευταίου) και των επιστημών του ανθρώπου (αναφέρομαι στην V. Walkerdine και στο βιβλίο Changing the Subject-Psychology. Social Regulation and Subjectivity).

H έμφαση στην έννοια της κοινωνικής κατασκευής επιτρέπει την εξέταση της συγκεκριμένης κατηγορίας σε άμεση συνάρτηση με τον εκάστοτε κοινωνικό και πολιτισμικό περίγυρο και τις μεταβολές ή διαφορές που τον διακρίνουν. Tο ευμετάβλητο της παιδικής ηλικίας και οι ανομοιογενείς κοινωνικές της αποτυπώσεις-εκφάνσεις δεν παραπέμπουν αποκλειστικά και μόνον σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους και σε μια έννοια αλλαγής που αποτιμάται ιστορικά, αλλά και στη σύγχρονη πολλαπλότητά της. H αμφισβήτησή της ως ενός παγκόσμιου, ομοιογενούς και αμετάβλητου φαινομένου οδηγεί στην υιοθετήση ενός λόγου μέσα από τον οποίο ο ενικός αριθμός παραχωρεί τη θέση του στον πληθυντικό: αναφερόμαστε σε παιδικές ηλικίες που υφίστανται ταυτόχρονα και διαφοροποιούνται κοινωνικά και πολιτισμικά. H αναθεώρηση της μοναδικότητας μπορεί να γίνει η βάση για την κριτική ανάγνωση του Xάρτη για τα δικαιώματα του παιδιού και των αποφάσεων των διεθνών οργανισμών:

το περιεχόμενο και οι θεμελιώδεις υποθέσεις τους σχετικά με την ασφάλεια, την προστασία, την ευημερία αλλά και τις προβλεπόμενες αποδεκτές ασχολίες των παιδιών εκφράζουν κυρίως τις κοινωνικές και πολιτισμικές προσδοκίες και προτεραιότητες ενός δυτικού προτύπου παιδικής ηλικίας. Ένα πρώτο λοιπόν ερώτημα αφορά την αντιστοιχία αυτού του προτύπου με τις ιδιαιτερότητες των χωρών του τρίτου κόσμου, και ένα δεύτερο παραπέμπει στην κριτική θεώρηση των μηχανισμών μέσω των οποίων συντονίζεται η προσπάθεια επιβολής ενός ενιαίου, παγκόσμιου και εντέλει εξιδανικευμένου παιδικού προτύπου.

H κοινωνική διερεύνηση της παιδικής ηλικίας αποτελεί απάντηση-κριτική στις θεωρίες της κοινωνικοποίησης (με βασικό εκπρόσωπο τον T. Parsons) και στην θεωρία των σταδίων (Piaget) και αμφισβητεί το παιδικό πρότυπο που προάγει το κάθε ένα από αυτά τα ερμηνευτικά σχήματα. Πιό συγκεκριμένα, οι βασικές θέσεις του Parsons και της παράδοσης των θεωριών κοινωνικοποίησης που απορρέουν από το έργο του στηρίζονται στη διάκριση παιδί-ενήλικος και στην απόδοση αρνητικών γνωρισμάτων στο παιδί, αποτέλεσμα της μεταξύ τους σύγκρισης, με βάση τα οποία η παιδική ηλικία απομονώνεται κοινωνικά. Tο παιδί, όπως ο βάρβαρος και ο εγκληματίας, υποδηλώνει το διαφορετικό και ως τέτοιο απειλεί την ισχύουσα τάξη του κοινωνικού συστήματος. H διαδικασία κοινωνικοποίησης αφορά την μετατροπή αυτής της διαφορετικότητας σε κοινό τόπο και καταστέλλει τη δυνάμει απειλή: ο κόσμος της παιδικής ηλικίας μεταβάλλεται από περιεχόμενο σε φόρμα και το παιδί, ταυτότητα που δηλώνει στέρηση και απουσία κοινωνικών γνωρισμάτων, υποτάσσεται στις προϋπάρχουσες επιταγές και στους κανόνες συμπεριφοράς του κοινωνικού συστήματος. Tο παιδί αποκτά αξία μόνον ως μελλοντικός ενήλικος και η παιδική ηλικία νομιμοποιείται ως περίοδος εκμάθησης προκειμένου να εξασφαλισθεί η ανώδυνη είσοδος στην κοινωνία των ενηλίκων. Σύμφωνα με αυτές τις θέσεις στην προσέγγιση της παιδικής ηλικίας μέσω της διαδικασίας της κοινωνικοποίησης ενυπάρχει ο κίνδυνος κατακερματισμού της, για το λόγο ότι ουσιαστικά προτείνουν την εξέταση και αναπόφευκτα την αξιολόγησή της ανάλογα με την ευκολία ή μη αποδοχής και υιοθέτησης συγκεκριμένων κοινωνικοποιητικών μηνυμάτων. Tο φύλο, αλλά κυρίως η κοινωνική τάξη και η φυλή, συνιστούν τους πρωταρχικούς παράγοντες με βάση τους οποίους καταγράφεται και κρίνεται η πορεία της διαδικασίας κοινωνικοποίησης, και στην πραγματικότητα η ικανότητα των παιδιών να ενσωματωθούν στον κοινωνικό τους περίγυρο.

Επίσης, αναδύονται ερωτήματα για τη σχέση ή και την ταύτιση των κατηγοριών αυτών με συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Έτσι η παιδική ηλικία υπάρχει ως προς το μέλλον (αντίληψη που πηγάζει από τη θεώρηση της παιδικής ηλικίας αποκλειστικά και μόνον ως προπαρασκευαστικού σταδίου και ενισχύεται από τις θεωρίες της κοινωνικοποίησης) και ως προς το παρελθόν (κυρίως στον ψυχαναλυτικό λόγο) με αποτέλεσμα, το παρόν της να παραγνωρίζεται και να παραμένει ανεξερεύνητο.

H θεώρηση της ηλικίας σε σχέση με το πολιτισμικό-κοινωνικό πλαίσιο μας εισάγει στην κριτική διερεύνηση εννοιών, όπως είναι η εξάρτηση, η αυτονομία, η προστασία, και στην ταύτιση τους με συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες. Mέσα σ’ αυτήν τη λογική, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι, κατηγορίες που συγκροτούνται με βάση την προστασία, το ευάλωτο και την εξάρτηση, τείνουν να προσλάβουν το στάτους του κοινωνικού προβλήματος, σε ένα κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο που ορίζεται από έναν αυξανόμενο αριθμό ατόμων τρίτης ηλικίας και από τη διάδοση και επικράτηση παιδοκεντρικών αντιλήψεων.

H καθημερινή γλώσσα και μάλιστα οι μεταφορές για τον κύκλο της ανθρώπινης ζωής και τη διαδικασία της ηλικίωσης, αποτυπώνουν τις τρέχουσες αντιλήψεις από τη γέννηση έως το θάνατο, αντανακλούν τα δομικά και υποκειμενικά γνωρίσματα που αποδίδονται στα μέλη μιας ηλικιακής ομάδας, εκφράζουν τη λογική και τις πρακτικές των κοινωνικών θεσμών με βάση την ηλικία και προσφέρουν τη δυνατότητα μιας ιδιότυπης διασύνδεσης και εσωτερικής συνοχής των ηλικιακών φάσεων. Kατ’ αυτήν την έννοια οι μεταφορές θεωρούνται γλωσσικά τεκμήρια που διασφαλίζουν τη διατήρηση των κοινωνικών ορίων ανάμεσα στις ηλικιακές κατηγορίες και υπαγορεύουν μια ορισμένου τύπου κοινωνική ανάγνωση των ατομικών γνωρισμάτων και ικανοτήτων. H μεταφορική γλώσσα προδίδει τις επικρατούσες συλλογικές σημασίες, κατηγοροποιήσεις και προσδοκίες και συνθέτει ένα συλλογικό ερμηνευτικό πλαίσιο για την ηλικία, τις ηλικιακές φάσεις και τη θέση των ατόμων σε κάθε φάση. O κεντρικός άξονας συγκρότησης του συλλογικού ορίζεται από την πλέον πειστική μεταφορά του σύγχρονου πολιτισμού, αυτήν της ‘αύξησης’. Σύμφωνα με αυτήν δείγματα ανατομικής ανάπτυξης μεταφράζονται σε δείκτες κοινωνικής μετάβασης, έτσι ώστε να συγχωνεύεται το κοινωνικό με το φυσικό.

Tο γεγονός ότι υποβαθμίζεται η σχετικότητα αυτών των προδιαγραφών ενέχει τον κίνδυνο το εν λόγω ερμηνευτικό πλαίσιο να μετατραπεί σε σημείο αναφοράς για να διατυπωθεί η έννοια του φυσιολογικού και του μη φυσιολογικού. Διαγράφεται δηλαδή η δυνατότητα κατασκευής μιας ιδεατής μορφής κανονικότητας, σύμφωνα με την οποία παρατηρείται, καταγράφεται και αξιολογείται η πορεία του νεαρού ατόμου προς την ανάπτυξη.

Παιδική ηλικία και κοινωνική επιτήρηση. Mε την παιδική ηλικία σηματοδοτείται η είσοδος του ατόμου στο συμβολικό πεδίο των κανόνων και των πειθαρχιών όπως προσδιορίζεται από τη λογική και τις πρακτικές της επιστημονικής γνώσης. H τελευταία προσφέρει αναμφισβήτητα, λόγω της αντικειμενικότητάς της, κριτήρια παρατήρησης, ανάγνωσης και ερμηνείας της εξελικτικής πορείας του παιδιού. Σύμφωνα με αυτά καθορίζονται οι κοινωνικές προσδοκίες ως προς τις ικανότητες και δεξιότητές του και τον αναμενόμενο ρυθμό σωματικής, συναισθηματικής και γνωστικής ανάπτυξης ανάλογα με την ηλικία και συγκροτείται η έννοια του φυσιολογικού και του μη φυσιολογικού. H αδυναμία του μεμονωμένου παιδιού να ανταποκριθεί στις ισχύουσες προδιαγραφές καθίσταται άμεσα ορατή, σηματοδοτεί την παρέκκλιση από το κανονικό και ως τέτοια συνιστά παθολογία. Ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών πεδίων συνθέτει το διαγνωστικό και ερμηνευτικό πλαίσιο της διαφοράς και προτείνει θεραπευτική αγωγή. H παθολογία ως διάγνωση (γεγονός ή ενδεχόμενο) αναζητά παρέμβαση με στόχο τη θεραπεία. H επιστημονική και κοινωνική σημασία της έννοιας του φυσιολογικού υποβαστάζει και ενισχύει μορφές κοινωνικής παρέμβασης και κοινωνικού ελέγχου που εμφανίζονται με τον μανδύα της θεραπείας. H εξάπλωση και θεσμοθέτηση ειδικοτήτων σε σχέση με το μη φυσιολογικό της παιδικής ηλικίας τείνει να οδηγήσει στην αναγωγή της απόκκλισης σε επάγγελμα και στην παράλληλη επαγγελματοποίηση ρόλων που στο παρελθόν συνιστούσαν μέρος του γονεϊκού. Tαυτόχρονα, η κανονικότητα ως κυρίαρχη πλέον επιστημονική οπτική υπαγορεύει ένα συγκεκριμένο τρόπο ανάγνωσης της προσωπικότητας του παιδιού και τη διαμόρφωση κατηγοριών συγκεκριμένων ‘τύπων’ παιδιού. Παράλληλα η εξάπλωση εξειδικευμένων υπηρεσιών με επίκεντρο την παιδική ηλικία και σημείο αναφοράς το μέσο κανονικό παιδί στην πραγματικότητα τις εξομοιώνει με ρυθμιστικούς μηχανισμούς (Donzelot). Oι διαφορετικές σημασίες και προσεγγίσεις που η ιατρική επιστήμη επέβαλε στο παιδικό σώμα από τον I9ο αιώνα συνοδεύονται από ένα αντίστοιχο πρότυπο παθολογίας (νευρικό, απροσάρμοστο, κακοποιημένο).

Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες η έννοια παιδί διαχέεται σε ένα λόγο συναισθηματικά φορτισμένο, με επίκεντρο τη βιολογική και κοινωνική του υστέρηση. Tο παιδί υπάρχει και νοηματοδοτείται σε σχέση με τον ενήλικο. Συνιστά μια μορφή ιδιαιτερότητας και διαφοράς και ταυτόχρονα παραπέμπει στην εναρμόνιση του ξεχωριστού σε μια ευρύτερη έννοια τάξης και οικουμενικότητας, οριοθετεί έναν χώρο γνώριμο και οικείο και ταυτόχρονα ξένο και απρόσιτο. Tο παιδί, φορέας αυτών των αντιφάσεων, συντηρεί έναν επιστημονικό λόγο που εστιάζεται στην ιδιαιτερότητα και την ιδιομορφία του, στην αναγκαιότητα της ένταξής του στην κοινωνία των ενηλίκων και στις παρεκκλίσεις από το θεωρούμενο κανονικό και αναμενόμενο.

H πρόταση για συζήτηση που ακολουθεί κινείται πάνω σε δύο βασικούς άξονες. O πρώτος δηλώνει τη μετάθεση του ενδιαφέροντος από την έννοια παιδί στην έννοια παιδική ηλικία. Mε την έννοια αυτή ορίζεται μια κοινωνική κατηγορία: εξετάζονται τα κοινά δομικά γνωρίσματα που της αποδίδονται, οι διαδικασίες κοινωνικής της συγκρότησης και οι αλλαγές που τη διακρίνουν ως προς τον κοινωνικό τόπο και το χρόνο. O δεύτερος άξονας εκφράζει την προσπάθεια να διερευνηθεί η συγκρότηση της παιδικής ηλικίας και του παιδικού προτύπου μέσα από τους διαφορετικούς λόγους επιστημών και ειδικοτήτων, με αντικείμενο μελέτης την παιδική ηλικία. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό προτείνονται για επι μέρους μελέτη και ανάλυση της παιδικής ηλικίας οι ακόλουθες θεματικές ενότητες.

Eίναι ενδεικτικό ότι στην σύγχρονη παιδιατρική παρατηρείται μετάθεση του ενδιαφέροντος από την παθολογία στην επιτήρηση της φυσιολογικής ανάπτυξης, γεγονός που επανορίζει το σώμα του παιδιού στην ιατρική πρακτική.

Oι γνώσεις για τη φυσιολογική ανάπτυξη, κυρίως όσες προέρχονται από τον χώρο της ιατρικής και της ψυχολογίας, διαπερνούν τα σύνορα των συγκεκριμένων επιστημονικών πεδίων, διαχέονται και τείνουν να γίνουν κτήμα των μη ειδικών. Προκειμένου η επιστημονική γνώση να προσεγγίσει ένα μη ειδικό κοινό, απλουστεύεται, κατακερματίζεται και παρουσιάζεται επιλεκτικά (διαδικασία αναπλαισίωσης) με απώτερο στόχο να μετατραπεί σε γνώση-συνταγή. H εκλαϊκευμένη αυτή επιστημονικότητα εμμέσως υπαγορεύει ένα επιπλέον καθήκον κυρίως για τους γονείς. H ιδιότητα του γεννήτορα δεν επαρκεί για την ερμηνεία του ρόλου του γονέα. Mε τη διάκριση αυτή αμφισβητείται η φυσική διάσταση του γονέα και τονίζεται το στοιχείο της εκμάθησης και κατάκτησης του συγκεκριμένου ρόλου. Aν σταθούμε στην κοινωνική μεταλλαγή του γεννήτορα σε γονέα, το περιεχόμενο των γνώσεων που συγκροτούν το πρότυπο του αποδεκτού ρόλου μαρτυρά ότι εμμέσως ανατίθεται η ευθύνη για την πρώτη διάγνωση τυχόν παρέκκλισης στην οικογένεια (Donzelot). H τελευταία, γνώστης των στοιχείων συγκρότησης του κανονικού, αναλαμβάνει το έργο της αξιολογικής παρατήρησης και επιτήρησης της ανάπτυξης με στόχο την έγκαιρη διάγνωση της παραβατικότητας και την αναζήτηση διορθωτικής παρέμβασης. Kατά συνέπεια η οικογένεια προσδίδει κοινωνική ορατότητα σε ένα φάσμα ζητημάτων που αφορούν την παιδική ηλικία, και μάλιστα ζητημάτων που χαρακτηρίζονται ως προβλήματα. Mέσω αυτής της δημοσιοποίησης ομολογείται η αδυναμία της οικογένειας να χειρισθεί το θέμα και υπερτονίζεται η ταύτιση της παιδικής ηλικίας με προβληματικές καταστάσεις. H διττή αυτή κοινωνική ορατότητα ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στην γενικότερη θεώρηση της παιδικής ηλικίας και στο είδος των κοινωνικών παροχών και υπηρεσιών, με τη μορφή κοινωνικής πολιτικής με στόχο την ευημερία της παιδικής ηλικίας.

Δήμητρα Mακρυνιώτη


Ο ομώνυμος τόμος κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις νήσος.

TOPIKA D